- καινοφανής
- καινοφανήςappearing newmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… … Dictionary of Greek
καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους … Dictionary of Greek
καινοφανῆ — καινοφανής appearing new neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καινοφανής appearing new masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καινοφανής appearing new masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανέστερον — καινοφανής appearing new adverbial comp καινοφανής appearing new masc acc comp sg καινοφανής appearing new neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανεῖ — καινοφανής appearing new masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καινοφανής appearing new masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανεῖς — καινοφανής appearing new masc/fem acc pl καινοφανής appearing new masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανές — καινοφανής appearing new masc/fem voc sg καινοφανής appearing new neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανοῦς — καινοφανής appearing new masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφανῶν — καινοφανής appearing new masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόβα — Βλ. λ. καινοφανής αστέρας. * * * (I) η εκρηγνυόμενος αστέρας, τού οποίου η λαμπρότητα αυξάνεται πρόσκαιρα μέχρι μερικές χιλιάδες φορές σε σχέση με το κανονικό της επίπεδο, αλλ. καινοφανής αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek